ξάσπρισμα

ξάσπρισμα
το [ξασπρίζω]
1. άσπρισμα, λεύκανση
2. απώλεια τού χρώματος, ξεθώριασμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξάσπρισμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξασπρίζω, ξεθώριασμα, αποχρωματισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απολεύκανση — η τέλεια λεύκανση, ξάσπρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < απολευκαίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ασπρίλα — η 1. η ασπράδα, η λευκότητα 2. το ξάσπρισμα, η αλλοίωση του χρωματισμού 3. η χλωμάδα, η ωχρότητα («η ασπρίλα του νερού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < άσπρος + (κατάλ.) ίλα (πρβλ. ανατριχίλα, κοκκινίλα, μαυρίλα κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • εκλεύκανση — η πλήρης λεύκανση, ξάσπρισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”